- ἄσπονδος
- ἄσπονδοςwithoutmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… … Dictionary of Greek
άσπονδος — η, ο εκείνος με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συνθηκολογήσει, αδιάλλακτος: Χρόνια τώρα ήταν άσπονδοι εχθροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσπόνδως — ἄσπονδος without adverbial ἄσπονδος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπονδον — ἄσπονδος without masc/fem acc sg ἄσπονδος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπονδοτάτους — ἄσπονδος without masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπονδότατος — ἄσπονδος without masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδοις — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδοισι — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδοισιν — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδου — ἄσπονδος without masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)